ξέθαρρος — η, ο (Μ ξέθαρρος, η, ον) αυτός που έχει ανακτήσει το θάρρος του, ξεθαρρεμένος … Dictionary of Greek
ξέθαρρος — η, ο αυτός που απόκτησε θάρρος, ο ξεθαρρεμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)